ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

nul σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
váratlanul

απρόσμενα◼◼◻

véletlenül

τυχαία◼◼◼

παρεμπιπτόντως◼◻◻

visszavonhatatlanul

αμετάκλητα◼◼◼

visszavonul

αποσύρομαι

αποσύρω

αποτραβώ

αποχωρώ

visszavonulás

απόσυρση◼◼◼

αποχώρηση◼◻◻

345

Το ιστορικό σας