ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

τυχαία σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
τυχαία

véletlenszerűen◼◼◼

véletlenül◼◼◻

τυχαία δοκιμασία (δοκιμή)

reprezentatív teszt

τυχαία ελευθέρωση οργανισμών

szervezetek véletlenszerű kibocsátása

Μνήμη τυχαίας προσπέλασης

Tetszőleges hozzáférésű memória

Το ιστορικό σας