ουγγρικά | ελληνικά |
---|---|
intézet | ινστιτούτο◼◼◼ ίδρυμα◼◼◼ |
intézkedés | μέτρο◼◼◼ δράση◼◼◻ ενέργεια◼◼◻ διάθεση◼◼◻ πράξη◼◼◻ προσέγγιση◼◼◻ κίνηση◼◼◻ δίωξη◼◻◻ διαταγή◼◻◻ αγωγή◼◻◻ |
intézmény | ίδρυμα◼◼◼ όργανο◼◼◻ οργανισμός◼◼◻ μορφή◼◼◻ θέσπιση◼◼◻ ινστιτούτο◼◼◻ οργάνωση◼◻◻ διοργάνωση◼◻◻ θεσμός◼◻◻ |
intézményesítés | |
intézményi szerkezet | θεσμική δομή◼◼◼ |
intézményi tevékenység | |
intim | |
intramuszkuláris | |
intravénás | ενδοφλέβιος◼◼◼ |
intrika | |
intrikál | |
intuíció | |
intuitív | διαισθητική◼◼◼ |
(igekötőként) ξανα- újra(-), még egyszer, megint, legközelebb, máskor is |