ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

θεσμική (θεσμοθετημένη) δραστηριότητα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
θεσμική (θεσμοθετημένη) δραστηριότητα

intézményi tevékenység