Ενεργοποιήστε τη Javascript για να χρησιμοποιήσετε το λεξικό! Πώς να ενεργοποιήσω τη Javascript;
καύση▼◼◼◼
έγκαυμα▼◼◻◻
ανάφλεξη▼◼◻◻
καυσαέριο▼
κατάλοιπα (της) καύσης▼
μηχανή εσωτερικής καύσης▼◼◼◼
internal combustion engine▼
κινητήρας καύσης▼
καούρα▼
ρεζίλι (το)▼
αρχαιολόγος▼
αρχαιολογία▼◼◼◼
αρχαιολογία (arçeoloyia)▼◼◼◼
Αρχαιολογία▼◼◼◼
αρχαιολογική θέση▼
αρχαιολογική θέση/αρχαιολογική τοποθεσία▼
αρχαιολογική τοποθεσία▼
αρχαιολογικός (-η-ο)▼
↑