ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αρχαιολογία σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αρχαιολογία

régészet◼◼◼

archeológia

Αρχαιολογία

Régészet◼◼◼

αρχαιολογία (arçeoloyia)

régészet◼◼◼