ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
προμήθεια | szolgáltatás◼◼◼ bizottság◼◼◼ ellátás◼◼◼ készlet◼◼◻ ajánlat◼◻◻ vásárlás◼◻◻ ellát◼◻◻ fedezet◼◻◻ megbíz◼◻◻ felszerel◼◻◻ |
προμήθεια (παροχή) ενέργειας/τροφοδότηση με ενέργεια | |
προμήθεια (σύμβαση) του δημοσίου | közbeszerzés◼◼◼ |
αγορά/προμήθεια | |
Ευρωπαϊκό Ενιαίο Έγγραφο Προμήθειας | |
η προμήθεια | jutalék◼◼◼ |
φιλική για το περιβάλλον προμήθεια |