ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

közbeszerzés σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
közbeszerzés

προμήθεια (σύμβαση) του δημοσίου◼◼◼

egységes európai közbeszerzési dokumentum

Ευρωπαϊκό Ενιαίο Έγγραφο Προμήθειας◼◼◼

Το ιστορικό σας