ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
επίχριση | felhasználás◼◻◻ |
επίχρισμα | alapozó◼◼◼ bevonás◼◼◻ beborít◼◼◻ alkalmazás◼◻◻ vakolat◼◻◻ |
(szándékosan) επίτηδες | |
(προστατευτική) επικάλυψη/επίστρωση/επίχρισμα | |
(egyidejűleg) ταυτόχρονα, (ezenkívül, egyszersmind) επίσης | |
άλμα επί κοντώ | rúdugrás◼◼◼ |
αλληλεπίδραση | kölcsönhatás◼◼◼ interakció◼◼◻ |
αλληλεπίδραση αέρα-νερού | |
αλληλεπίδραση μεταξύ Γης και Ηλίου | |
αλληλεπίδραση των φυτοφαρμάκων | |
αλληλεπίδραση ωκεανού-ατμόσφαιρας | |
ανεπίληπτος | |
ανεπίσημη (άτυπη) διαπραγμάτευση | |
ανεπίσημος | |
ανεπίτρεπτος | |
αντεπίθεση | |
ανώτατη επίδοση | |
αποδεκτό επίπεδο κινδύνου | |
αποζημίωση(εις)/βοήθημα/επίδομα/απαλλαγή/έκπτωση | |
αρχιεπίσκοπος | |
Ασθενής αλληλεπίδραση | |
βερνίκι επίπλων | |
βιολογικό αποτέλεσμα/βιολογική επίπτωση | |
βιομηχανία ειδών επίπλωσης (επίπλων) | |
γεια (σχετικά ανεπίσημο) | |
γενετική επίδραση | |
διαβούλευση/διάλογος/ιατρική επίσκεψη/γνωμοδότηση | |
είμαστε σε επίσκεψη | |
εξαρτήματα/σύνδεσμοι/επίπλωση (είδη, διαρρύθμιση) | |
επιχορήγηση/επιδότηση/επίδομα | |
ευθύγραμμη (επίπεδη) πηγή | |
η επίδραση | hatás◼◼◼ |