ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

direkt σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
direkt

απευθείας◼◼◼

άμεσος◼◻◻

(szándékosan) επίτηδες

indirekt

έμμεσος◼◼◼

Το ιστορικό σας