ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
(szállodában) η διατροφή | |
(ugyanakkor) την ίδια ώρα/στιγμή | |
(valódi) γνήσιος-α-ο, (újszerű) πρωτότυπος-η-ο, (stílusos) αυθεντικός (-ή-ό) | |
(vmi elősegítése) η συμβολή, (anyagi) η συνεισφορά, (jóváhagyás) η συναίνεση, η έγκριση | |
(őrült) τρελός-ή-ό, (idétlen) ζουρλός-ή-ό, μουρλός-ή-ό, (hülye) ο βλάκας | |
(αναγκαστική) απαλλοτρίωση | kisajátítás◼◼◼ |
(δημόσια) επιχείρηση κοινής ωφελείας (ΔΕΚΟ) | |
(διοικητική) αποκέντρωση/εκφυλισμός/ανάστροφη εξέλιξη | |
(εκτρεφόμενο) ζώο αγροκτήματος | |
(ημερήσιες παλίνδρομες) μετακινήσεις μεταξύ κατοικίας | |
(ηπειρωτική) υφαλοκρηπίδα | |
(οδική) κυκλοφορία/κίνηση | |
(οδοντικό) φατνίο/(πνευμονική) κυψελίδα | |
(ορυκτή) άσφαλτος | |
(προστατευτική) επικάλυψη/επίστρωση/επίχρισμα | |
(συσκευή παραγωγής ακτίνων) λέιζερ | |
(τεχνική) συντήρηση | |
(υγρή) αχλύς/ασθενής ομίχλη | |
(υπαίθριος) χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων | |
(φυσική) ιλύς/βόρβορος/λάσπη | |
(χρηματική) αποζημίωση/εγγύηση αποζημίωσης | |
(χρηματική) ποινή | büntetés◼◼◼ |
(χρηματική) ποινή για οικολογική καταστροφή | |
(ψυχολογική) πίεση/τάση/ολικό φορτίο/υπερένταση | |
1 Δήμητρα | |
24 (τηλεοπτική σειρά) | |
(ablakot) σπάζω (-σω), (betörő) διαρρηγνύω (διαρρήξω) (+tárgyeset vhova) | |
ADSL με 7 ευρώ το μήνα | |
(az ajtón) χτυπώ (-ήσω) την πόρτα | |
(beiktat, regisztrál) καταχωρώ (-ήσω)/ καταχωρίζω (-σω), καταγράφω (-ψω) | |
(belát) παραδέχομαι (-τώ), (bevall) ομολογώ (-ήσω), εξομολογούμαι (-ηθώ) | |
büdös vagyok βρωμώ (-άω, -ήσω) | |
(cipel) κουβαλώ (-άω, -ήσω), (visel) φορώ (-άω, -έσω) | |
(darázs) τσιμπώ (-άω, -ήσω), (paprika) τσούζει (-ξει) | |
(elegendő) αρκετός (-ή-ό) | |
(elveszít) χάνω (-σω), (magára hagy) εγκαταλείπω (-ψω), παρατώ (-άω, -ήσω) | |
(fegyverrel) πυροβολώ (-ήσω), ρίχνω (ρίξω), (labdát) σουτάρω, κάνω σουτ |