ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

beismer σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
beismer

(belát) παραδέχομαι (-τώ), (bevall) ομολογώ (-ήσω), εξομολογούμαι (-ηθώ)

εξομολογώ

ομολογώ

παραδέχομαι

Το ιστορικό σας