ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

άλικο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
άλικο

cseresznye

piros

άλικο (áliko)

piros

vörös

άλικος

skarlát

αμμοχάλικο

sóder◼◼◼

homok◼◼◻

murva◼◻◻

λατύπη/χαλίκι/αμμοχάλικο/ψαμμίαση

kavics

μπακάλικο

zöldséges

Το ιστορικό σας