ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

homok σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
homok

άμμος (ámmos)◼◼◼

η άμμος◼◼◻

αμμοχάλικο◼◻◻

αμμώδης

αρένα

Homok

Άμμος◼◼◼

homokdűne

αμμοθίνα

homok

ψαμμίτης◼◼◼

αμμόλιθος

ψαμμόλιθος

homokos

αμμώδης◼◼◼

homokozó

αμμοδοχείο

αμμοδόχος

homoktövis

ιπποφαές◼◼◼

homokvihar

αμμοθύελλα◼◼◼

homokóra

κλεψύδρα◼◼◼

futóhomok

κινούμενη άμμος

Το ιστορικό σας