ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

zöld σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
a szomszéd rétje mindig zöldebb

του γείτονα είναι πάντα καλύτερο

kékeszöld

αγριόπαπια

βαθυκύανο

nagybani gyümölcs- zöldségtermesztés

παραγωγή φρούτων και λαχανικών για την αγορά

olajzöld

λαδής-ιά-ί

sötétzöld

σκούρο πράσινο◼◼◼

világoszöld

ανοιχτό πράσινο◼◼◼

örökzöld

αειθαλής

12