ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

webhely σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
webhely

ιστοχώρος◼◼◼

ιστοχώρος (istochóros)◼◼◼

ιστότοπος (istótopos)

Το ιστορικό σας