ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

világos σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
világos

σαφής◼◼◼

φανός◼◼◻

φως◼◼◻

διαφανής◼◻◻

εμφανής◼◻◻

διαυγής◼◻◻

έδρα

θεμιτός

ξανθός

έξυπνος

αίθριος

ανοιχτός

αχνός

λαμπερός

λαμπρός

φωτεινός

φωτεινός (-ή-ό)

világos, egyértelmű

ξεκάθαρος (-η-ο)

világos, érthető

σαφής-ής-ές

világos hajú

απαλά μαλλιά

világos sör

ζύθος

παραδοσιακή βρετανική μπύρα

világosan

σαφώς◼◼◼

καθαρά◼◻◻

ξεκάθαρα◼◻◻

ξάστερα

világosbarna

ανοιχτό καφέ

világoskék

γαλάζιο◼◼◼

világosság

σαφήνεια◼◼◼

διαύγεια

φως

világoszöld

ανοιχτό πράσινο◼◼◼

felvilágosodás

Διαφωτισμός

φώτιση

felvilágosít

διαφωτίζω

καταδίδω

πληροφορώ

felvilágosítás

πληροφορίες◼◼◼

πληροφορία◼◼◻

ενημέρωση◼◼◻

12