ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
Πληροφορία | információ◼◼◼ |
πληροφορία | tájékoztatás◼◼◼ értelem◼◻◻ |
πληροφορία (plērophoría) | információ◼◼◼ tájékoztatás◼◼◻ |
πληροφορία (η) | információ◼◼◼ |
πληροφορία παραπομπής | |
πληροφορίαίες | |
γενετική πληροφορία | |
δημόσια πληροφορία | |
η πληροφορία | információ◼◼◼ |
μεταβίβαση (μετάδοση) πληροφορίας | |
μεταπληροφορία/μεταπληροφόρηση | |
πηγή πληροφορίας (πληροφόρησης, ενημέρωσης) | |
τεχνολογία της πληροφορίας | informatika◼◼◻ |