ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

van σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
vándorpatkány

αρουραίος◼◼◼

vándorsólyom

πετρίτης◼◼◼

πετρίτης (petritis)◼◼◼

Vándorsólyom

Πετρίτης◼◼◼

vanília

βανίλια◼◼◼

vaníliapuding

κρέμα

vánkos

μαξιλάρι

μαξιλάρι (maxilári)

vannak

υπάρχει◼◼◼

vannak ...?

γίνονται καθόλου …;

vannak ezek ... méretben?

έχετε αυτά σε νούμερο...;

vannak gyerekeid?

έχεις παιδιά;

vannak ma vezetett túrák?

γίνονται ξεναγήσεις σήμερα;

vannak ott helyi üzletek?

υπάρχουν τοπικά μαγαζιά;

vannak unokáid?

έχετε εγγόνια;

(+ tárgyeset) szüksége van vmire, szükséges

χρειάζομαι

(+ tárgyeset) van vmije, birtokol vmit: τα έχω (+ με) jár vkivel

έχω

(létige) van

είμαι

... van

είναι ...

a falnak is füle van

και οι τοίχοι έχουν αυτιά

a gazdaság jó helyzetben van

η οικονομία είναι σε καλή κατάσταση, (pozíció) η θέση

a hét minden napján 10.00-tól 20-00-ig tartunk nyitvan

είμαστε ανοιχτά από τις δέκα εως τις οκτώ, και τις επτά ημέρες της εβδομάδας

a hőmérséklet 25 fok körül van

οι θερμοκρασίες κυμαίνονται στους εικοσιπέντε βαθμους

a kocka el van vetve

ο κύβος ερρίφθη

a kutya ugat, a karaván halad

τα σκυλιά αλυχτούν μα το καραβάνι προχωρά

a lakás az iroda fölött van

το διαμέρισμα είναι πάνω από το γραφείο

a magyaroknak és a görögöknek különböző ételeik vannak

οι Ούγγροι και οι Έλληνες έχουν διαφορετικά φαγητά

a mai nap specialitása a táblán van kiírva

τα σημερινά πιάτα είναι γραμμένα στον πίνακα

a recepció az első emeleten van

η υποδοχή βρίσκεται στον πρώτο όροφο

aki itt van

όποιος/όσοι είναι εδώ

alapítvány

ίδρυμα◼◼◼

σύσταση◼◼◻

βάση◼◻◻

ίδρυση◼◻◻

θεμέλιο

φον ντε τεν

állatvándorlás

εκτοπισμός των ζώων

μετανάστευση ζώων

állvány

βάση◼◼◼

πλατφόρμα◼◼◻

2345

Το ιστορικό σας