ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

van σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
van szabad szobájuk?

έχετε διαθέσιμα δωμάτια;

van telefonközpontjuk?

έχετε τηλεφωνικό κατάλογο;

van térképe?

έχεις χάρτη?

van tüzed?

έχετε φωτιά;

van valakid?

βλέπεις κάποιον/α;

van valakim

βλέπω κάποιον / κάποια

van valakinek kedve ...?

είναι κανείς μέσα για ένα παιχνίδι ...

van valami ...?

έχετε τίποτα ...;

van valami amiben segíthetek?

μπορώ να κάνω κάτι για να βοηθήσω;

van valami dolgod ma este?

τι κάνεις σήμερα το βράδυ;

van valami elvámolnivalója?

έχετε τίποτα να δηλώσετε;

van valami híred?

έχεις κανένα νέο

van valami jó a moziban?

παίζει τίποτα καλό στο σινεμά;

van valami jó a tv-ben?

παίζει τίποτα καλό στην τηλεόραση;

van valami jó ma este a tv-ben?

παίζει τίποτα καλό στην τηλεόραση σήμερα;

van valamilyen állatod

έχεις κατοικίδια;

van valamilyen brossúrája ...?

θα μπορούσα να έχω ένα φυλλάδιο με …;

van valamilyen képesítése?

έχετε καθολου προσόντα;

van valamilyen meleg ételük?

έχετε ζεστό φαγητό;

van valamilyen mellékhatása?

έχει τυχόν παρενέργεις;

van valamilyen mosási lehetőség?

υπάρχει τρόπος να πλύνω τα ρούχα μου;

van valamilyen problémája?

είχατε καθόλου προβλήματα;

van valamilyen rágcsálnivalójuk?

έχετε καθόλου σνακ;

van valamilyen specialitásuk?

έχετε σπέσιαλ πιάτα;

van valamilyen szendvicsük?

έχετε καθόλου σάντουιτς;

van valamilyen tapasztalata?

έχετε καθόλου εμπειρία;

van valamilyen taxi számod?

έχεις ένα αριθμό τηλεφώνου για ταξί;

van valamilyen terved ...?

έχεις σχέδια για ...;

van valamilyen terved a nyárra?

τι σχέδια έχεις για το καλοκαίρι;

van valamilyük ...?

έχετε τίποτα για ...;

van valamilyük olcsóbban?

έχετε τίποτα φθηνότερο;

van választéka?

έχετε χωρίστρα;

van városnéző túra?

γίνεται ξενάγηση της πόλης;

Vanádium

Βανάδιο◼◼◼

vanádium

βανάδιο (vanádio)◼◼◼

vandál

βάνδαλος

vándor

περιπλανώμενος

vándorló hal

μεταναστευτικοί ιχθύες

vándorló madár

αποδημητικό (μεταναστευτικό) πτηνό

vándorló munkaerő

μετακινούμενη εργασία

1234

Το ιστορικό σας