ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

vízvezeték σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
vízvezeték

υδραυλικά◼◼◼

σωλήνας◼◼◻

αγωγός◼◻◻

σωλήνα◼◻◻

υδαταγωγός

υδραγωγείο/υδαταγωγός

vízvezeték szerelő

υδραυλικός

vízvezeték-szerelő

υδραυλικός

vízvezetékszerelő

υδραυλικός

Το ιστορικό σας