ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

σωλήνα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
σωλήνα

cső◼◼◼

vízvezeték

σωλήνας

cső◼◼◼

vízvezeték◼◻◻

doboz

esőcsatorna

δοκιμαστικός σωλήνας

kémcső◼◼◼

καθοδικός σωλήνας

katódsugárcső◼◼◼

παιδί του σωλήνα

lombikbébi

προσδιορισμός (ανάλυση) σε δοκιμαστικό σωλήνα

in vitro próba