ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

végső σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
végső

τελικός◼◼◼

δίκτυο◼◼◻

οριστικός◼◻◻

απώτατος◼◻◻

ύστατος◼◻◻

αδιαμφισβήτητος

végső tárolás

τελική (οριστική) αποθήκευση

Το ιστορικό σας