ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

változat σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
változat

έκδοση◼◼◼

παραλλαγή◼◼◻

εκδοχή◼◼◻

πρότυπο◼◻◻

υπόδειγμα◼◻◻

μοντέλο◼◻◻

βαριάντα

változatlan

αμετάβλητος◼◼◼

σταθερά◼◼◻

σταθερός◼◼◻

συνεχής◼◻◻

αναλλοίωτος◼◻◻

változatos

ευρύς◼◼◼

változatosság

ποικιλία◼◼◼

ποικιλότητα◼◻◻

Το ιστορικό σας