ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

unokatestvér σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
unokatestvér

εξάδελφος◼◼◼

πρώτος◼◼◻

ανιψιά◼◻◻

ξάδελφος◼◻◻

ξάδερφος◼◻◻

καλοκαίρι

ξάδερφος / ξαδέρφη

ξαδέλφη

ξαδέρφη

Το ιστορικό σας