ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tudom σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
jog (tudomány)

νομικά◼◼◼

jogtudomány

νομολογία

Kognitív tudomány

Γνωσιακή επιστήμη

Könyvtár- és információtudomány

Βιβλιοθηκονομία και Επιστήμη της Πληροφόρησης

környezeti orvostudomány

περιβαλλοντική ιατρική

környezetmérnöki tudomány

μηχανική περιβάλλοντος

μηχανική περιβάλλοντος/περιβαλλοντική τεχνική

περιβαλλοντική τεχνική

környezettudomány

επιστήμη του περιβάλλοντος

közgazdaság-tudomány

οικονομία

οικονομικά

légkörtudomány

επιστήμες της ατμόσφαιρας

magatartástudomány

εθολογία (επιστήμη της συμπεριφοράς)

mérnöki tudomány

μηχανική

μηχανική/μηχανολογία/σχεδιασμός

μηχανολογία

σχεδιασμός

ne haragudjon, nem tudom

συγγνώμη, δεν ξέρω

nem tudja, hol tudom megjavíttatni ...?

μήπως ξέρετε που μπορώ να πάω ... μου για επισκευή;

nem tudom

δεν ξέρω

nem tudom, hogy mikor jön

δεν ξέρω πότε θα έρθει, που

nem tudom, mit szeretnék csinálni az egyetem után

δεν ξέρω τι θέλω να κάνω μετά το πανεπιστήμιο

nem tudom eldönteni, hogy kinek van igaza

δεν μπορώ να κρίνω ποιος έχει δίκιο

nyelvtudomány

γλωσσολογικός

Orvostudomány

Ιατρική◼◼◼

orvostudomány

ιατρική (iatriki)◼◼◼

ιατρική (επιστήμη)◼◼◼

φάρμακο

orvostudomány (gyakorlat)

ιατρική◼◼◼

Politikatudomány

Πολιτική επιστήμη

politikatudomány

πολιτικά

πολιτική (επιστήμη)/πολιτικά/πολιτικολογία

számítástudomány

επιστήμη υπολογιστών

πληροφορική

Számítógép-tudomány

Επιστήμη υπολογιστών

talajtudomány

εδαφολογία

társadalomtudomány

κοινωνικές επιστήμες◼◼◼

κοινωνιολογία◼◻◻

Természettudomány

Φυσική επιστήμη

villamosmérnöki tudomány

κατασκευή ηλεκτρολογικών και ηλεκτρονικών ειδών

123

Το ιστορικό σας