ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tudom σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tudom

ξέρω

tudom, hogy itt vagy

ξέρω πως/ότι είσαι εδώ

Tudomány

Επιστήμη◼◼◼

tudomány

σημαία◼◼◼

tudományegyetem

πανεπιστήμιο◼◼◼

tudományok

θετικές επιστήμες◼◼◼

tudományos

επιστημονικός◼◼◼

ακαδημαϊκός◼◻◻

tudományos együttműködés

επιστημονική συνεργασία◼◼◼

tudományos kutatás

επιστημονική έρευνα◼◼◼

Tudományos módszer

Επιστημονική μέθοδος

tudományos vita

επιστημονική διαμάχη

tudományosan

επιστημονικά◼◼◼

tudományág

κλάδος◼◼◼

tudomás

γνώση◼◼◼

επίγνωση◼◼◻

γνωστός◼◻◻

γνώσεις

ζωή

επιστήμη

agrármérnöki tudomány

γεωργική μηχανική

agrártudomány

γεωπονία◼◼◼

αγρονομία

alkalmazott tudomány

εφαρμοσμένες επιστήμες◼◼◼

anyagtudomány

επιστήμη των υλικών◼◼◼

egyfelől örülök, hogy látlak, másfelől tudom, hogy máshol kéne lenned

από τη μια πλευρά / αφ’ ενός μεν χαίρομαι ότι σε βλέπω, από την άλλη πλευρά / αφ’ ετέρου δε ξέρω ότι θα έπρεπε να είσαι αλλού

egzakt tudomány

θετική επιστήμη◼◼◼

fizikatudomány

φυσικές επιστήμες

földrajztudomány

γεωγραφία

földtudomány

επιστήμες της γης◼◼◼

hajómérnöki tudomány

ναυτική μηχανολογία

hittudomány

θεολογία

humántudomány

ανθρωπιστικές επιστήμες◼◼◼

jelenleg nem tudom kapcsolni

δεν με περνάει αυτή τη στιγμή

jog (tudomány)

νομική◼◼◼

νομική (επιστήμη)/νομικά◼◼◼

νομικά◼◼◼

jogtudomány

νομολογία

Kognitív tudomány

Γνωσιακή επιστήμη

Könyvtár- és információtudomány

Βιβλιοθηκονομία και Επιστήμη της Πληροφόρησης

12

Το ιστορικό σας