ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

torok σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
torok

λαιμός (lemós)◼◼◼

τραχεία

φαράγγι

χαράδρα

torok cukorkák

καραμέλες για το λαιμό

torokfájás

κλειστός λαιμός

torokgyulladás

φαρυγγίτιδα◼◼◼

torok

Έπιπλα

nyak, torok

λαιμός (ο)

Το ιστορικό σας