ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

test σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
holttest

πτώμα (ptóma)

το πτώμα

ízelttestűek

αρθρωτά

kaphatok visszatérítést?

μπορώ να έχω αποζημίωση / επιστροφή του ποσού;

kér ébresztést?

θα θέλατε την υπηρεσία αφύπνισης ;

kér magnós idegenvezetést?

θα θέλατε έναν ακουστικό-οδηγό;

kérhetnék ébresztést 7 órára?

θα μπορούσατε να με καλέσετε τηλέφωνο στις επτά η ωρά;

kormánytanácsadó testület

συμβουλευτικό όργανο της κυβέρνησης

közigazgatási testület

διοικητικός φορέας

Krisztus testvérei

Χριστάδελφος

lánytestvér

αδελφή◼◼◼

αδερφή

αδερφή (η)

láthatnám a jelentést?

μπορώ να δω την αναφορά;

leánytestvér

αδελφή◼◼◼

megtestesítő

ενσάρκωση

megtestesülés

ενσάρκωση

megtestesült

ενσάρκωση

nagyon hasonlítasz a testvéredre

μοιάζεις πολύ με τον αδερφό σου

Nyelv (testrész)

Γλώσσα (ανατομία)◼◼◼

Ótestamentum

Παλαιά Διαθήκη

piercing (testékszer)

τρύπα

Protestantizmus

Προτεσταντισμός

protestantizmus

προτεσταντισμός

puhatestű

μαλάκια◼◼◼

Puhatestűek

Μαλάκια

szeméremtest

αιδοίο

μουνί

Újtestamentum

Καινή Διαθήκη

unokatestvér

εξάδελφος◼◼◼

πρώτος◼◼◻

ανιψιά◼◻◻

ξάδελφος◼◻◻

ξάδερφος◼◻◻

καλοκαίρι

ξαδέλφη

ξαδέρφη

ξάδερφος / ξαδέρφη

úttest

οδός◼◼◼

οδόστρωμα◼◼◼

1234

Το ιστορικό σας