ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

telefon σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
okostelefon

smartphone◼◼◼

van telefonközpontjuk?

έχετε τηλεφωνικό κατάλογο;

vezetékes telefon

σταθερό τηλέφωνο◼◼◼

vigyázz, nehogy leejtsd a telefont!

πρόσεχε να μη σου πέσει το τηλέφωνο (από τα χέρια)!

12

Το ιστορικό σας