ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

telefon σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
telefon

τηλέφωνο (tiléfono)◼◼◼

τηλεφώνημα

τηλεφωνώ

Telefon

Τηλέφωνο◼◼◼

telefon számla

λογαριασμός τηλεφώνου

telefon: παίρνω

τηλέφωνο (το)

telefonbeszélgetés

τηλεφώνημα

telefonfülke

εισερχόμενες κλήσεις

telefonhívás

κλήση◼◼◼

τηλεφώνημα◼◼◻

telefonkagyló

ακουστικό◼◼◼

δέκτης

telefonkezelő

υπάλληλος σε τηλεφωνικό κέντρο

χειριστής

telefonkártya

τηλε-κάρτα

τηλεκάρτα

telefonkönyv

τηλεφωνικός κατάλογος

telefonok

τηλέφωνα

telefonos ébresztés

υπηρεσία αφύπνησης

telefonszám

αριθμός◼◼◼

αριθμός τηλεφώνου◼◼◼

νούμερο

telefonál

τηλέφωνο◼◼◼

τηλεφωνώ (tilefonó)

telefonálni

τηλεφωνώ

(+ tárgyeset) telefonál vkinek

τηλέφωνο

egy telefonkártyát kérek

θα ήθελα μια κάρτα μονάδων παρακαλώ

elkérhetem a telefonszámod?

μπορώ να έχω το τηλέφωνό σου;

fel kell töltenem a telefonomat

πρέπει να φορτίσω το κινητό μου

használhatnám a telefont?

μπορώ να χρησιμοποιήσω το τηλέφωνο;

használhatom a telefonjukat?

μπορώ να χρησιμοποιήσω το τηλέφωνό σας;

kérjük kapcsolják ki mobiltelefonjaikat és elektromos készülékeiket

παρακαλώ κλείστε όλα τα κινητά τηλέφωνα και τις ηλεκτρονικές συσκευές

kölcsönkérhetném a telefonodat?

μπορώ να δανειστώ το κινητό σου παρακαλώ;

mi a telefonszámod?

ποιο είναι το νούμερο του τηλεφώνου σου;

mobiltelefon

κινητό◼◼◼

κινητό (kinétó)◼◼◼

κινητό τηλέφωνο (kinétó téléfono)◼◼◼

φορητός υπολογιστής

φορητός

Mobiltelefon

Κινητό τηλέφωνο◼◼◼

12

Το ιστορικό σας