ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tan σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
táncol

χορεύω (chorévo)

χορός

táncos

χορευτής

χορευτής / χορεύρτια

táncosnő

χορευτής

χορεύτρια

táncparkett

πίστα

tandíj

δίδακτρα◼◼◼

δίδακτρα (τα)◼◼◼

tanga bugyi

στρινγκ

Tanganyika

Τανγκανίκα◼◼◼

Tanganyika-tó

Τανγκανίκα

tangapapucs

σαγιονάρα

tangens

εφαπτομένη◼◼◼

Tanger

Ταγγέρη◼◼◼

tan

ταγκό

τάγκο

Tan

Τανγκό

tanít

διδάσκω

μαθαίνω

tanít, 'transitive:' megtanít

διδάσκω

tanítás

κατάρτιση◼◼◼

εκπαίδευση◼◼◼

διδασκαλία◼◼◻

μαθήματα◼◼◻

τάξη◼◼◻

δίδαγμα

εντολή

tanító

δασκάλα

δασκάλα (daskála)

δάσκαλος

δάσκαλος (dáskalos)

καθηγητής

tanító, tanár

δάσκαλος (ο)

tanítónő

δασκάλα

δασκάλα (daskála)

δάσκαλος

δάσκαλος (dáskalos)

tanítónő, tanárnő

δασκάλα (η)

tanítvány

μαθητής

123

Το ιστορικό σας