ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

δάσκαλος (dáskalos) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
δάσκαλος (dáskalos)

tanár◼◼◼

oktató

pedagógus

tanárnő

tanító

tanítónő