ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tanítónő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tanítónő

δάσκαλος

δάσκαλος (dáskalos)

δασκάλα

δασκάλα (daskála)

tanítónő, tanárnő

δασκάλα (η)

Το ιστορικό σας