ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

takarmány σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
takarmány

τροφή◼◼◼

σανό◼◻◻

ζωοτροφή/χορτονομή

takarmánynövény

καλλιέργεια χορτοδοτικών φυτών

χορτοδοτικό φυτό

takarmányszennyezés

μόλυνση των ζωοτροφών

takarmánytörvény

νόμος (νομοθεσία) περί ζωοτροφών

Το ιστορικό σας