ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

takar σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
takar

κάλυμμα◼◼◼

κάλυψη◼◼◻

καλύπτρα

σκεπάζω

(be)takar (→σκεπάζομαι betakarózik)

σκεπάζω

takarmány

τροφή◼◼◼

σανό◼◻◻

ζωοτροφή/χορτονομή

takarmánynövény

καλλιέργεια χορτοδοτικών φυτών

χορτοδοτικό φυτό

takarmányszennyezés

μόλυνση των ζωοτροφών

takarmánytörvény

νόμος (νομοθεσία) περί ζωοτροφών

takarékos

λιτός

οικονόμος

ολιγαρκής

takarékoskodik

εκτός◼◼◼

αποθηκεύω

αποταμιεύω

οικονομώ

σώζω

takarékpénztár

ταμιευτήριο◼◼◼

takarítás

καθαρισμός◼◼◼

takarító

καθαριστής / καθαρίστρια

takaró

κάλυμμα◼◼◼

κουβέρτα◼◼◻

κουβέρτα (kouverta)◼◼◻

κάλυψη◼◻◻

εξώφυλλο

betakar

σκεπάζω (-σω)

betakarás

επένδυση

επίστρωση

επικάλυψη

κάλυμμα

κάλυψη

betakarít

συγκομιδή◼◼◼

betakarítás

συγκομιδή◼◼◼

eltakar

καπάκι

energiamegtakarítás

εξοικονόμηση ενέργειας◼◼◼

erdőtakaró pusztulása

απομείωση της δασοκάλυψης

földtakaró

κάλυψη του εδάφους/κάλυψη εδαφικών εκτάσεων

12

Το ιστορικό σας