ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tűr σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tűr

υποφέρω

betűrendes

αλφαβητικός◼◼◼

eltűr

(elvisel) αντέχω (-ξω), (tolerál) ανέχομαι (-τώ)

ανέχομαι

υποφέρω

feltűrné az ingujját?

μπορείτε να τυλίξετε πάνω το μανίκι σας