ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tű σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
puhates

μαλάκια◼◼◼

Puhatesek

Μαλάκια

sorz

ομοβροντία

ριπή

szembe

εμφανής◼◼◼

περίοπτος

te

ψείρα

ψείρα (pseíra)

tisztítóz

καθαρτήριο

varró

βελόνα◼◼◼

διαολίζω

állati erede hulladék

ζωικά απόβλητα

ízelttesek

αρθρωτά

úgy nik esni fog

μοιάζει πως θα βρέξει

345

Το ιστορικό σας