ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tőke σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tőke

κεφάλαιο◼◼◼

περιουσιακό στοιχείο◼◼◻

ενεργητικό◼◻◻

κιονόκρανο

tőke szabad áramlása

ελεύθερη κυκλοφορία του κεφαλαίου (κεφαλαίων)

tőkehal

μπακαλιάρος◼◼◼

μπακαλιάρος (bakaliáros)◼◼◼

γάδος◼◼◼

βακαλάος◼◻◻

μουρούνα◼◻◻

μπακαλιάρος / βακαλάος

foltos tőkehal

βακαλάοι

részvénytőke

μετοχή◼◼◼

tőkemence

φούρνος

Το ιστορικό σας