ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

κεφάλαιο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
κεφάλαιο

fejezet◼◼◼

tőke◼◼◼

szakasz◼◼◻

alap◼◼◻

finanszíroz◼◻◻

fej◼◻◻

pénzalap◼◻◻

ζωικό κεφάλαιο

állatállomány◼◼◼

haszonállat◼◼◻

ταμείο παραγωγικότητας/χρηματοδοτικό κεφάλαιο

ösztönzési alap