ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
beveze

σύσταση◼◻◻

billege

σουσουράδα

busz veze

οδηγός λεωφορείου

bélyeggyűj

φιλοτελιστής

bíró / játékveze

διαιτητής

bünte

ποινικός◼◼◼

büntejog

ποινικό δίκαιο◼◼◼

büntejogi eljárás

ποινική δικονομία

büntejogi felelősség

ποινική ευθύνη◼◼◼

bünterúgás

η εσχάτη των ποινών

πέναλτι

bűnelköve

δράστης◼◼◼

csak üzenetrögzí válaszol

βγάζει μόνο τον τηλεφωνητή

csodálatos, elképesz

γαμάτο

csoportveze

(idegenforgalomban) ο/η αρχηγός γκρουπ

derítavas szennyvíztisztítás

πρωτοβάθμια καθίζηση/δεξαμενισμός (υγρών αποβλήτων)

dezerr

λιποτάκτης

diszkoszve

δισκοβόλος

Dokumentumszerkesz

Επεξεργαστής εγγράφου

díszí

διακοσμητική◼◼◼

διακοσμητικό◼◼◼

διακοσμητικός

dön

τελικός◼◼◼

αποφασιστικός◼◼◻

οριστικός◼◻◻

(sportban) ο τελικός (αγώνας)

αδιαμφισβήτητος

Egyenlí

ισημερινός◼◼◼

Egyenlíi Guinea

Ισημερινή Γουινέα (Isimeriní Gouinéa)◼◼◼

egyenlíi éghajlat

ισημερινό κλίμα

Egyértelműsí lapok

Αποσαφήνιση

ehe

εδώδιμα◼◼◼

βρώσιμος◼◼◻

εδώδιμος

μεταπλαστό

φαγώσιμος

ehe zsír

βρώσιμο λίπος

ejernyő

το αλεξίπτωτο

ejernyős

αλεξιπτωτιστής

elegyítheség

αναμιξιμότητα

1234

Το ιστορικό σας