ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ισημερινός σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ισημερινός

ecuadori◼◼◼

Egyenlítő◼◻◻

sor◼◻◻

Ισημερινός (χώρα)

Ecuador◼◼◼