ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

túlsúly σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
túlsúly

υπέρβαρος◼◼◼

túlsúlyos

παχύσαρκος

poggyásztúlsúlya van .... értékben

θα έχετε μια πρόσθετη χρέωση ...

Το ιστορικό σας