ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

törpe σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
törpe

νάνος◼◼◼

πυγμαίος◼◼◻

törpeharcsa

γατόψαρο◼◼◼

törpemandarin

κουμκουάτ◼◼◼

Ceres (törpebolygó)

1 Δήμητρα

fehér törpe

λευκός νάνος

Vörös törpe

Ερυθρός νάνος

Το ιστορικό σας