ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tényező σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tényező

παράγοντας◼◼◼

αίτιο◼◻◻

abiotikus tényező

αβιοτικός παράγοντας

biokoncentrációs tényező

συντελεστής βιοσυγκέντρωσης◼◼◼

biotikus tényező

βιοτικός παράγοντας

emissziós tényező

ισχύς εκπομπής

geogén tényező

γεωγονικός παράγοντας

szorzótényező

συντελεστής◼◼◼

παράγοντας◼◻◻

ökológiai tényező

οικολογικός παράγοντας

Το ιστορικό σας