ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tél σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
ítélet

φράση◼◼◻

πόρισμα◼◻◻

ετυμηγορία◼◻◻

η κρίση, (bírói) η απόφαση◼◻◻

βούλευμα◼◻◻

καταδικαστική απόφαση/καταδίκη

ítélkezik

δικάζω

ítélőképesség

ευθυκρισία◼◼◼

234

Το ιστορικό σας