ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

δικάζω σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
δικάζω

bíró

ítél

ítélkezik

καταδικάζω (-σω), (vmit) αποδοκιμάζω (-σω), κατακρίνω

elítél