ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tárol σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tárol

αποθήκη◼◼◼

απόθεμα◼◼◼

αποθηκεύω

tárolás

αποθήκευση◼◼◼

φύλαξη◼◼◻

μνήμη◼◻◻

αποθηκευτικός

tároló

αποθήκευση◼◼◼

μνήμη◼◼◻

δοχείο◼◼◻

αποθηκευτικός

φύλαξη

elhatárolás

διαχωρισμός◼◼◼

energiatárolás

αποθήκευση ενέργειας◼◼◼

határol

σύνορα◼◼◼

πλαίσιο◼◼◻

tárolás

αποθήκευση (συσσώρευση) θερμότητας◼◼◼

mezőgazdasági tárolás

αγροτικά αποθέματα

szénhidrogéntároló tartály

δεξαμενή αποθήκευσης υδρογονανθράκων

végső tárolás

τελική (οριστική) αποθήκευση

víztároló

δεξαμενή

ágymelegítő (melegvíz tároló tasak)

θερμοφώρα

élelemiszertárolás

αποθήκευση τροφίμων

Το ιστορικό σας