ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tárgymutató σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tárgymutató

ευρετήριο◼◼◼

πίνακας◼◼◻

ένδειξη◼◻◻

κατάλογος◼◻◻

δείκτης

dokumentáció tárgymutatóval

ευρετηρίαση εγγράφων (υλικού τεκμηρίωσης)

Το ιστορικό σας