ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

táplálék σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
táplálék

τροφή◼◼◼

διατροφή◼◼◻

τρόφιμα◼◼◻

δίαιτα◼◻◻

θρέψη◼◻◻

φαγητό◼◻◻

βοσκή

διαιτολόγιο

Το ιστορικό σας